- νικοῦν
- νῑκοῦν , νικάωconquerpres part act masc voc sg (attic epic doric ionic)νῑκοῦν , νικάωconquerpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
δράκος — Μυθολογικό τέρας, η μορφή του οποίου –προερχόμενη συνήθως από τα ερπετά– διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά (φλογοβόλο στόμα με πολλές γλώσσες, κεφάλι λιονταριού, σκύλου ή γάτου, φτερά νυχτερίδας κλπ.), ανάλογα με τη μυθολογία και την τοπική… … Dictionary of Greek
Αζούρας — Δαίμονες της μυθολογίας των Βεδών. Δημιουργήθηκαν από τον υπέρτατο θεό Παγιαπάτι. Οι Βραχμάνες πιστεύουν ότι οι Α. έρχονται συχνά σε ρήξη με τους θεούς αλλά πάντοτε νικούν οι τελευταίοι … Dictionary of Greek
αόμα — Μεθυστικό ποτό που αναφέρεται στην Ιερά Βίβλο των πυρολατρών Αβέστα. Ήταν αντίστοιχο με το νέκταρ των Ολυμπίων ή το σόμο στα ιερά ινδικά βιβλία Βέδες. Το ποτό αυτό, όπως πίστευαν, έδινε τη δύναμη και τη ζωή. Στο α. όφειλαν την αθανασία τους και… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών … Dictionary of Greek
τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… … Dictionary of Greek
Τραπεζούντα — (Τραμπζόν τουρκ.). Πόλη (περίπου 155.960 κάτ.) της ασιατικής Τουρκίας, στους πρόποδες των δασωδών ορέων του Πόντου. Την ίδρυσαν Έλληνες κάτοικοι της Σινώπης στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αρχαία ελληνική πόλη ήταν χτισμένη σε ένα οροπέδιο… … Dictionary of Greek